ἀνηρτημένος

ἀνηρτημένος
ἀναρτάω
hang to
perf part mp masc nom sg (attic ionic)
ἀναρτέομαι
to be ready
perf part mp masc nom sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συνέκκειμαι — Α εκτίθεμαι μαζί με κάποιον ή με κάτι («συνεξέκειτο δὲ αὐτῷ καὶ λίθων ὅρμος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκκειμαι «είμαι ανηρτημένος, εκτίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”